- έτυμος
- -η, -ο (Α ἔτυμος, -ον και ἔτυμος, -ύμη, -ον)το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν)η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζααρχ.αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» — αληθινή διήγηση, Στησίχ.)επίρρ...ἐτύμως και ἔτυμον (Α)1. αληθινά, πραγματικά («ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός», Αισχύλ.) (συν. και στη φράση ὡς ἐτύμως)2. ετυμολογικώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ετεός*, τού οποίου το ουδ. το έτυμον «η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων» ουσιαστικοποιήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε ως α' σύνθ. τού ρ. ετυμολογώ (> ετυμολογία)].
Dictionary of Greek. 2013.